εξιδρωτικός, -ή

εξιδρωτικός, -ή
1. που προκαλεί εξίδρωση (βλ. λ.), εφιδρωτικός, ιδρωτοποιός.
2. που προέρχεται από εξίδρωση, που οφείλεται σε εξίδρωση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξιδρωτικός — ή, ό [εξίδρωση] 1. αυτός που προκαλεί εξίδρωση 2. αυτός που προέρχεται από εξίδρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”